μονόθυρον — μονόθυρος with one leaf masc/fem acc sg μονόθυρος with one leaf neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοθύροις — μονόθυρος with one leaf masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοθύρου — μονόθυρος with one leaf masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοθύρων — μονόθυρος with one leaf masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόθυρα — μονόθυρος with one leaf neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Univalva — Les univalves (univalva) sont des mollusques dont la coquille n est constituée que d une pièce. C est également le nom d un taxon désuet[1]. Sommaire 1 Taxonomie 2 Voir aussi 2.1 … Wikipédia en Français
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονόπτυχος — μονόπτυχος, ον (Μ) (για οστρακόδερμα) αυτός που έχει μία μόνο πτυχή, ένα κέλυφος, μονόθυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πτυχος (< πτυχή), πρβλ. πολύ πτυχος] … Dictionary of Greek